- Ἀττικισμοῦ
- Ἀττικισμόςsiding with Athensmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀττικισμοῦ — Ἀττικισμός siding with Athens masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιαττικιστής — ο (Α ἀντιαττικιστής) αυτός που στρέφεται εναντίον του αττικισμού και των αττικιστών … Dictionary of Greek
αττικιστής — ο (AM ἀττικιστής) [αττικίζω] ο οπαδός του αττικισμού … Dictionary of Greek
ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… … Dictionary of Greek
μοιρίς — I (Αμενεμχάτ Γ’). Αιγύπτιος φαραώ της 12ης δυναστείας. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ήταν ο κατασκευαστής της τεχνητής λίμνης Μοίριδας στην όαση του Φαγιούμ. II Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Γεωμέτρης που έζησε πριν από τον Πυθαγόρα (6ος … Dictionary of Greek
Βρούτος, Μάρκος Ιούνιος — (Marcus Junius Brutus, Ρώμη 85 – Φίλιπποι 42 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός, ένας από τους δολοφόνους του Καίσαρα. Προερχόμενος από αριστοκρατική οικογένεια, έμεινε ορφανός από πατέρα και ανέλαβε την ανατροφή του ο θείος του Κάτων ο Ουτικανός, που τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
ελληνιστικοί χρόνοι — Η περίοδος που μεσολάβησε από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) έως τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Ο όρος ε.χ. θεωρείται πιο ακριβής από τον όρο αλεξανδρινοί χρόνοι, γιατί η νέα έκφραση του ελληνικού πνεύματος δεν είχε ως έδρα… … Dictionary of Greek
Ηρώδης o Αττικός — (Μαραθώνας 101 – 177 μ.Χ.). Αθηναίος λόγιος και σοφιστής. Κληρονόμησε από τον πατέρα του μεγάλη περιουσία, μεγάλο μέρος της οποίας διέθεσε σε κοινωφελή έργα και για την προστασία των τεχνών. Διδάχθηκε τη φιλοσοφία και τη ρητορική από διάσημους… … Dictionary of Greek
αττικιστής — ο θηλ. ίστρια ο υπέρμαχος του αττικισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)